- λεσωνεία
- λεσωνεία ή λεσονία, ἡ (Α) [λεσώνις]1. το αξίωμα, η δικαιοδοσία που ασκούσε στους αιγυπτιακούς ναούς ο λεσώνις*2. το σύστημα διοικήσεως αιγυπτιακού ναού με άτομο που είχε το αξίωμα τού λεσώνιος3. η διάρκεια τής αρχής τού λεσώνιος.
Dictionary of Greek. 2013.